Ἀριστία

Ἀριστία
Ἀριστίᾱ , Ἀριστίης
masc nom/voc/acc dual (doric)
Ἀριστίᾱ , Ἀριστίης
masc voc sg (attic doric)
Ἀριστίᾱ , Ἀριστίης
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἀριστίᾳ — Ἀριστίᾱͅ , Ἀριστίης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀριστίας — Ἀριστίᾱς , Ἀριστίης masc acc pl (doric) Ἀριστίᾱς , Ἀριστίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀριστίαν — Ἀριστίᾱν , Ἀριστίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολιγαριστία — ὀλιγαριστία, ἡ (Α) μικρό, ελαφρό πρόγευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ἄριστον «γεύμα, πρόγευμα» (πρβλ. αν αριστία)] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”